πλακοστρωμένος

πλακοστρωμένος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πλακοστρωμένος" в других словарях:

  • αβακωτός — ή, ό 1. αβακοειδής 2. πλακοστρωμένος …   Dictionary of Greek

  • πλακοστρώνω — πλακόστρωσα, πλακοστρώθηκα, πλακοστρωμένος, επιστρώνω πλάκες, καλύπτω επιφάνεια με πλάκες ή πλακίδια: Πλακοστρώσαμε την αυλή του σχολείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»