πλακοστρωμένος
Смотреть что такое "πλακοστρωμένος" в других словарях:
αβακωτός — ή, ό 1. αβακοειδής 2. πλακοστρωμένος … Dictionary of Greek
πλακοστρώνω — πλακόστρωσα, πλακοστρώθηκα, πλακοστρωμένος, επιστρώνω πλάκες, καλύπτω επιφάνεια με πλάκες ή πλακίδια: Πλακοστρώσαμε την αυλή του σχολείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)